Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναποζημίωτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναποζημίωτος -η -ο [anapozimíotos] Ε5 : (σπάν.) που δεν έχει αποζημιωθεί. ANT αποζημιωμένος.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αποζημιω- (δες αποζημιώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναποζημίωτος, -η, -ο [anapozimíotos] (L)
  • ① not indemnified, uncompensated (ant αποζημιωμένος)
  • ② not entitled to receive compensation (ant αποζημιώσιμος)

[fr kath αναποζημίωτος (Koumanoudis), cpd of αν- and *αποζημιωτός (kath αποζημιώ (-όω); cf also αποζημιωτέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go