Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδιάρης ο [anapoδjáris] Ο11 θηλ. αναποδιάρα [anapoδjára] Ο25α : (οικ.) άνθρωπος ανάποδος, με κακό χαρακτήρα ή κακή συμπεριφορά.
[αναποδ(ιά) -ιάρης· αναποδιάρ(ης) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιάρης, -α, -ικο [anapo∂járis] region. & lit
- ill-mannered, ill-tempered (syn ανάποδος, δύστροπος, κακότροπος):
- poem μα ο ~ ο χαλκιάς τηράει με οργή τον καπετάνιο (Kazantz Od 6.485)
[der of αναποδιά or better of ανάποδος w. suff -ιάρης]
- ill-mannered, ill-tempered (syn ανάποδος, δύστροπος, κακότροπος):



