Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπνευστήρας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπνευστήρας ο [anapnefstíras] Ο2 : ονομασία συσκευών που διευκολύνουν την αναπνοή.

[λόγ. αναπνευσ- (αναπνέω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. respirateur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπνευστήρας [anapnefstíras] ο, (L)
  • breather, respirator build. louvre
  • ⓐ ~ υποβρυχίου snorkel
  • ⓑ med respirator (w. mask) (syn αναπνευστική συσκευή):
    • ορισμένοι ασθενείς αποσυνδέουν εσκεμμένα τους αναπνευστήρες των |
    • ο θάνατος του ασθενούς προκλήθηκε από αποσύνδεση του αναπνευστικού του συστήματος από τον αναπνευστήρα

[fr kath, neol (Koumanoudis), αναπνευστήρ, der of αναπνέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go