Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπληρώτρια [anaplirótria] η, (L)
- female deputy, woman surrogate (syn αντικαταστάτρια):
- είναι ~ της προϊσταμένης στο νοσοκομείο |
- η κυρία τάδε έγινε ~ του υπουργού της παιδείας |
- ~ του λυκειάρχη
[der of kath αναπληρώ side by side w. masc αναπληρωτής, q.v.]
- female deputy, woman surrogate (syn αντικαταστάτρια):



