Combined Search
| 14 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναπληρώ s. αναπληρώνω.
- αναπλήρωμα [anaplíroma] το, (L)
- ① supplement, complement:
- σου λείπει η πείρα .. H δική μου πείρα .. εγώ είμαι το αναπλήρωμά σου (TAthanasiadis)
- ② substitute (syn υποκάστατο):
- ο λιγνίτης χρησιμεύει ως ~ του γαιάνθρακα |
- ο ξενιτεμένος Έλλην .. δεν βρήκε .. ~ πατρίδος (Kanellop)
[fr kath ← LMG (Somavera) αναπλήρωμα ← AG ἀναπλήρωμα (Aristot+), der of ἀναπληρῶ (-όω)]
- ① supplement, complement:
- αναπληρωματικός -ή -ό [anapliromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπλήρωση. α. που αντικαθιστά κπ. άλλο: ~ παίχτης / ένορκος. Tα αναπληρωματικά μέλη ενός συμβουλίου / μιας επιτροπής. || (ως ουσ.) ο αναπληρωματικός. β. που συμπληρώνει μία έλλειψη, που καλύπτει ένα κενό: Aναπληρωματική εκλογή. || (νομ.): ~ όρκος. || (γραμμ.): Aναπληρωματική έκταση, η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο, επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αντέκταση. Aναπληρωματικά μόρια, λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που συμπληρώνουν το βασικό νόημα της φράσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπληρωματικός `κατάλληλος για γέμισμα΄ σημδ. γαλλ. suppléant, supplémentaire]
- αναπληρωματικός, -ή, -ό [anapliromatikós]
- ① supplemental, supplementary, complementary (near-syn συμπληρωματικός):
- αναπληρωματικά μέσα |
- αναπληρωματική εκλογή by-election, special election |
- αναπληρωματικές δαπάνες additional expenditures |
- ζητώ αναπληρωματικές πιστώσεις apply for an extension of credit
- ② substitute (syn αναπληρωματικός, υποκατάστατος):
- αναπληρωματικό μέλος |
- ~ σύμβουλος, ένορκος, αντιπρόσωπος, παίκτης |
- αναπληρωματική ομάδα substitute team |
- χημικό αναπληρωματικό αλάτι salt substitute
- ⓐ physiol, med vicarious
- ⓑ gramm αναπληρωματική έκταση compensatory lengthening (syn αντέκταση)
[fr LK ἀναπληρωματικός 'expletive']
- ① supplemental, supplementary, complementary (near-syn συμπληρωματικός):
- αναπληρώνω [anapliróno] -ομαι Ρ1 : α.αντικαθιστώ προσωρινά ή οριστικά κπ. και εκτελώ την εργασία του ή γενικά ασκώ τα καθήκοντά του: Kανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει τη μητέρα. Ο υποδιευθυντής αναπληρώνει το διευθυντή που λείπει. β. συμπληρώνω κτ. που λείπει ή είναι ανεπαρκές: Aναπληρώνει την έλλειψη μορφώσεως με τη φυσική του ευφυΐα / την έλλειψη συστάσεων με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του.
[λόγ. < αρχ. ἀναπληρ(ῶ) `γεμίζω, συμπληρώνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. suppléer]
- αναπληρώνω· αναπλερώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Συμπληρώνω, αντικαθιστώ:
- (Bακτ. αρχιερ. 211)·
- β) συμπληρώνω, προσθέτω (λόγους):
- (Iμπ. 240).
- α) Συμπληρώνω, αντικαθιστώ:
- 2)
- α) Aποζημιώνω:
- (Aσσίζ. 1848)·
- β) ικανοποιώ:
- Ωσάν με ευχαριστήσετε σας θέλω αναπληρώσει (Eυγέν. 389).
- α) Aποζημιώνω:
- 3) Oλοκληρώνω, αποτελώ:
- οι την σύνοδον αναπληρούντες αρχιερείς (Iστ. πατρ. 18112· Φυσιολ. (Zur.) XXXIX 214).
- 4) (Προκ. για φτερά) χάνω:
- (Iερακοσ. 4803).
- 1)
- II. Mέσ.
- 1) Oλοκληρώνομαι, γίνομαι κατάλληλος, ικανός:
- (Φυσιολ. (Legr.) 531).
- 2) Xάνομαι:
- τα μεν αναπληρώνονται (ενν. τα νέφη), τα δε άλλα αναγεννούνται (Aλφ. ξεν. Aθ. 56).
- 1) Oλοκληρώνομαι, γίνομαι κατάλληλος, ικανός:
[αρχ. αναπληρόω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
- αναπληρώνω [anapliróno] ipf αναπλήρωνα & ανεπλήρωνα, aor αναπλήρωσα, pass αναπληρώνομαι, aor subj αναπληρωθώ, (D αναπλερώνω, kath αναπληρώ, 3sg αναπληροί)
- act as substitute for, substitute for, replace s.o. (syn αντικαθιστώ):
- ~ το διευθυντή, τον υπουργό |
- ο πλοίαρχος αναπλήρωσε με έναν όλο του το άρρωστο πλήρωμα |
- στην επιχείρηση τον αναπληρώνει ο αδερφός του |
- η δείνα αναπλήρωνε τον καθηγητή των ελληνικών |
- τον πρωθυπουργό θ' αναπληρώσει ο υπουργός των εξωτερικών |
- η θεία αναπλήρωνε πατέρα και μητέρα πολύ νωρίς πεθαμένους (Galanos) |
- ο γραπτός τύπος αναπληρώνεται με το συμβολαιογραφικό έγγραφο (Christidis AK) |
- (στην Eλλάδα) όπου έχουν καταργηθεί οι τίτλοι της ευγενείας η καθαρεύουσα τους αναπληρώνει (Nirvanas) |
- η εξυπνάδα μόνη της .. δεν αναπληρώνει την καλλιέργεια του ανθρώπου (Petsalis) |
- η ηθοποιία και ο λόγος θ' αναπληρώνουν όλα τα μηχανικά θαύματα (Athanasiadis-N) |
- phr ~ μια έλλειψη make up for a lack or deficiency, e.g. με τα τεχνάσματα αναπληρώνει την έλλειψη αληθινού ενδιαφέροντος (id.) |
- ζήτησαν ν' αναπληρώσουν με τη μάθηση τα κενά (Chatzinis)
- ⓐ fill or take s.o.'s place, serve as successor, replace:
- δεν υπάρχει κανείς ν' αναπληρώσει εύκολα τέτοιον αρχηγό
[fr MG αναπληρώνω ← K, PatrG ἀναπληρῶ (-όω) ← AG]
- act as substitute for, substitute for, replace s.o. (syn αντικαθιστώ):
- αναπλήρωση η [anaplírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπληρώνω: Aνάγκη αναπλήρωσης του πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. ἀναπλήρω(σις) `συμπλήρωση΄ -ση σημδ. γαλλ. suppléance]
- αναπλήρωση [anaplírosi] η, gen αναπληρώσεως, (L)
- replacemente, substitution:
- η επεξεργασία της ζωής θεωρείται σαν αδιάκοπη φθορά, που απαιτεί και αδιάκοπη ~ (Louros) |
- τα ζώα παρουσιάζουν μακροζωία .. μέσα αναπληρώσεως της φθοράς (id.) |
- ο στρατηγός μετέσχε σ' ~ του πρωθυπουργού |
- την αλλοπαθητική θεραπεία των παθών μπορούμε να την ονομάσουμε λύτρωση με την ~ της ζωής (Papanoutsos) |
- υπερβολή σημαίνει ~ του ποιού με κάτι εξωτερικό, το ποσό, με τον αριθμό (Melas)
[fr MG, ByzG αναπλήρωσις ← K, AG (Aristotle) ἀναπλήρωσις]
- replacemente, substitution:
- αναπλήρωσις η.
-
- (Προκ. για καταβολή χρημάτων) συμπληρωματική πληρωμή, εξόφληση:
- Έδωκέ μοι προς αναπλήρωσιν των εννέα νομισμάτων … σταυράτα ιζ´ (Notizb. 14615).
[αρχ. ουσ. αναπλήρωσις. H λ. και σήμ. (‑η)]
- (Προκ. για καταβολή χρημάτων) συμπληρωματική πληρωμή, εξόφληση:



