Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαυόμενος, -η, -ο [anapavómenos]
- being at rest, resting:
- ~ Σάτυρος, ένα αριστούργημα ζωγραφικής |
- το μοτίβο του αναπαυόμενου αριστερού χεριού (Despinis) |
- χάλκινη αίγα αναπαυόμενη με τα πόδια συνεπτυγμένα (Dakaris) |
- πλατιές αναπαυόμενες επιφάνειες στο αριστερό πόδι (Andronikos)
[prp of αναπαύομαι]
- being at rest, resting:



