Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπαραγωγέας
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαραγωγέας [anaparaγoyéas] ο, pl αναπαραγωγείς (L)
  • used as adj, reproducing:
    • παύει η ανάπτυξη νέων σπόγγων, όταν δεν υπάρχουν αναπαραγωγείς σπόγγοι για να δώσουν νέους (PPanagiotop)

[fr kath αναπαραγωγεύς (Koumanoudis), der of αναπαράγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go