Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαραγωγέας [anaparaγoyéas] ο, pl αναπαραγωγείς (L)
- used as adj, reproducing:
- παύει η ανάπτυξη νέων σπόγγων, όταν δεν υπάρχουν αναπαραγωγείς σπόγγοι για να δώσουν νέους (PPanagiotop)
[fr kath αναπαραγωγεύς (Koumanoudis), der of αναπαράγω]
- used as adj, reproducing:



