Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανεωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανεωτικός -ή -ό [ananeotikós] Ε1 : που ανανεώνει. α. για κτ. που συντελεί ή αποσκοπεί στην ανανέωση: Aνανεωτική κίνηση στον πολιτικό χώρο. Kυριαρχεί ένα ανανεωτικό πνεύμα. Aνανεωτικές προσπάθειες. β. (για πρόσ., κυρ. ως ουσ.) αυτός που ακολουθεί ή που ηγείται σε μια ανανεωτική προσπάθεια, συνήθ. σε πολιτικό ή σε κομματικό χώρο: Aνήκει στην ομάδα των ανανεωτικών. ανανεωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνανεωτικός `που ξαναδίνει ζωή΄ σημδ. γαλλ. rénovateur]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεωτικός, -ή, -ό [ananeotikós] (L)
  • of or relating to or leading to renewal or innovation (syn ανακαινιστικός):
    • ανανεωτική προσπάθεια στην οικοδομική όλου του κτιριακού συγκροτήματος |
    • ανανεωτικές ανησυχίες, ~ ρόλος |
    • ανανεωτική κίνηση movement of renewing (political life) |
    • ανανεωτικό κίνημα, πνεύμα, ρεύμα, πρόγραμμα |
    • ανανεωτική διάθεση στα εκφραστικά μέσα |
    • ανανεωτικές τάσεις τέχνης και πολιτικών θεσμών |
    • ανανεωτικά στελέχη του κόμματος |
    • ανανεωτικό πρωτοποριακό στοιχείο |
    • καλλιτέχνης .. με ανεξάντλητη ανανεωτική δύναμη |
    • ο ρωμαϊκός πολιτισμός παρουσιάζει στειρότητα .. ανανεωτικής δύναμης, τόσο στις τέχνες, όσο και στις επιστήμες (Evelpidis) |
    • ένα νέο κύμα, το ανανεωτικό θα θελήσει να γκρεμίσει τα παλαιά είδωλα και να στήσει καινούργια (Petsalis, adapted)
  • ⓐ med etc rejuvenating:
    • ανανεωτική θεραπεία renewal cure
  • ⓑ fig refreshing:
    • ~ άνεμος αλλαγής refreshing air of change

[fr MG ανανεωτικός ← PatrG, K ἀνανεωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες