Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανεωτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανεωτής ο [ananeotís] Ο7 θηλ. ανανεώτρια [ananeótria] Ο27 : αυτός που ανανεώνει ένα θεσμό ή μια ιδεολογία, αυτός που εκσυγχρονίζει κτ.

[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. rénovateur (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀνανεωτής `που ξαναχτίζει΄)· λόγ. ανανεω(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανεωτής [ananeotís] ο, ανανεώτρα [ananeótra] η,
  • innovator (syn ανακαινιστής 2b):
    • τολμηρός καλλιτεχνικός ~ |
    • ~ του λυρισμού και της παράδοσης |
    • (ο Nικοντέμι) είναι ο ~ της ιταλικής σκηνής (Athanasiadis-N) |
    • κι απομέσα από τα σπλάχνα του (του εμπρεσιονισμού) βγήκαν οι ανανεωτές κ' οι συμπληρωτές του (Evangelidis) |
    • poem .. Aνανεώτρα Συ της ζωής μου .. | φέρνε στα διψασμένα χείλη μου, | πάντα το θείο το νάμα .. (Skipis)

[fr kath (Koumanoudis) ← AG ἀνανεωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες