Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμικτήρας [anamiktíras] ο, (L) techn t.
- ① mixer (syn αναμίκτης):
- ~ δομικών υλικών
- ② car carburetor, carbureter (syn καρμπυρατέρ, εξαεριωτήρας, αναμίκτης)
[fr kath *αναμικτήρ, der of αναμίγνυμι w. suff -τήρ]
- ① mixer (syn αναμίκτης):



