Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμενόμενος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμενόμενος1 [anamenómenos] ο, (L)
  • person being expected:
    • γεννήθηκε ο ~ |
    • ο κόσμος βλέπει στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο, τον αναμορφωτή (Palaiologos) |
    • χαιρέτησε τον αναμενόμενο με βαθύ σεβασμό (Xenop) |
    • οι Έλληνες που άφηναν τη γη τους ήταν οι αναμενόμενοι άλλης γης πατρίδας (Athanasiadis-N) |
    • poem για τους αναμενόμενους θα στρώσωμε | τα μονοπάτια με άυλο χνούδι (Zevgoli)

[substantiv. m of αναμενόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμενόμενος2, -η, -ο [anamenómenos] (L)
  • ① awaited, expected, expectable:
    • το αναμενόμενο κακό |
    • η αναμενόμενη αφορμή του πολέμου |
    • ο ~ βασιλιάς, ελευθερωτής |
    • κυοφορούμενος και ~ κόσμος |
    • ο M. θεωρεί ολόκληρη την ιστορική διαδρομή ως κίνηση προς το αναμενόμενο μέλλον (Georgoulis) |
    • τιμάται, συχνά, ο έσχατος σαν πρώτος, κι ο πιο ασήμαντος του κόσμου τούτου σαν ο ~ εκλεκτός (TAthanasiadis) |
    • σειρά επεισοδίων ανάμεσα στη Δημιουργία και στην Tελευταία Kρίση (Evelpidis) |
    • η αναμονή συνίσταται σε μια προπαρασκευή της αναμενόμενης ενέργειας (Moustoxydis)
  • ② expected (w. hope), anticipated (syn προσδοκώμενος, ant απροσδόκητος):
    • τα αναμενόμενα αποτελέσματα, κέρδη |
    • το αναμενόμενο συμπέρασμα |
    • οι αναμενόμενες εξελίξεις |
    • η αναμενόμενη βιομηχανική χρησιμοποίηση της θερμοπυρηνικής ενεργείας |
    • συντηρητικοί υπολογισμοί περιορίζουν την αναμενόμενη αύξηση του εθνικού εισοδήματος (Kostop) |
    • σήμανε η αναμενόμενη ώρα της δόξας (Vrachimis) |
    • ο ~ καινούργιος προσανατολισμός άρχισε να πραγματοποιείται με την εμφάνιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας του Heidegger (Georgoulis)

[ppp of αναμένω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go