Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμενόμενο [anamenómeno] το, (L)
- what is awaited, expected, sth anticipated (syn προσδοκία, προσδοκώμενο):
- η ανάμνηση και το σκληρό ~· ο ανοιχτός χρόνος, αυτός είναι η ουσία της ζωής (Spandonidis) |
- ταυτίζομε το (παραπολύ έστω) πιθανό, το (κατά πάσαν πιθανότητα) ~ με το ανεπανόρθωτο (Papanoutsos)
[substantiv. n of αναμενόμενος1]
- what is awaited, expected, sth anticipated (syn προσδοκία, προσδοκώμενο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμενόμενος1 [anamenómenos] ο, (L)
- person being expected:
- γεννήθηκε ο ~ |
- ο κόσμος βλέπει στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο, τον αναμορφωτή (Palaiologos) |
- χαιρέτησε τον αναμενόμενο με βαθύ σεβασμό (Xenop) |
- οι Έλληνες που άφηναν τη γη τους ήταν οι αναμενόμενοι άλλης γης πατρίδας (Athanasiadis-N) |
- poem για τους αναμενόμενους θα στρώσωμε | τα μονοπάτια με άυλο χνούδι (Zevgoli)
[substantiv. m of αναμενόμενος2]
- person being expected:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμενόμενος2, -η, -ο [anamenómenos] (L)
- ① awaited, expected, expectable:
- το αναμενόμενο κακό |
- η αναμενόμενη αφορμή του πολέμου |
- ο ~ βασιλιάς, ελευθερωτής |
- κυοφορούμενος και ~ κόσμος |
- ο M. θεωρεί ολόκληρη την ιστορική διαδρομή ως κίνηση προς το αναμενόμενο μέλλον (Georgoulis) |
- τιμάται, συχνά, ο έσχατος σαν πρώτος, κι ο πιο ασήμαντος του κόσμου τούτου σαν ο ~ εκλεκτός (TAthanasiadis) |
- σειρά επεισοδίων ανάμεσα στη Δημιουργία και στην Tελευταία Kρίση (Evelpidis) |
- η αναμονή συνίσταται σε μια προπαρασκευή της αναμενόμενης ενέργειας (Moustoxydis)
- ② expected (w. hope), anticipated (syn προσδοκώμενος, ant απροσδόκητος):
- τα αναμενόμενα αποτελέσματα, κέρδη |
- το αναμενόμενο συμπέρασμα |
- οι αναμενόμενες εξελίξεις |
- η αναμενόμενη βιομηχανική χρησιμοποίηση της θερμοπυρηνικής ενεργείας |
- συντηρητικοί υπολογισμοί περιορίζουν την αναμενόμενη αύξηση του εθνικού εισοδήματος (Kostop) |
- σήμανε η αναμενόμενη ώρα της δόξας (Vrachimis) |
- ο ~ καινούργιος προσανατολισμός άρχισε να πραγματοποιείται με την εμφάνιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας του Heidegger (Georgoulis)
[ppp of αναμένω]
- ① awaited, expected, expectable: