Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμεμιγμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμεμιγμένος, -η, -ο [anamemiγménos] (sp. also αναμεμειγμένος) (L)
  • ① mixed:
    • αναμεμιγμένες αποχρώσεις των οφθαλμών |
    • βρισκόμουν ξαπλωμένος ~ μ' ένα πλήθος από ανέκφραστα και γλοιώδη πλάσματα μέσα στα καλάμια και τις λάσπες του Nείλου (Mourelos)
  • ② involved:
    • φαίνεται ~ στη δολοφονία

[ppp of αναμιγνύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go