Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμείκτης ο [anamíktis] Ο10 : 1.(τεχν.) γενική ονομασία συσκευών ή συστημάτων με τα οποία αναμειγνύονται διάφορα υλικά, και ειδικότερα: α. μεγάλο σιδερένιο δοχείο όπου χύνεται ο σίδηρος των υψικαμίνων. β. εξάρτημα που αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα, για την τροφοδοσία των μηχανών εσωτερικής καύσης· καρμπιρατέρ. 2. (λόγ.) μίξερ.
[λόγ. αναμεικ- (αναμειγνύω) -της μτφρδ. γαλλ. mélangeur & αγγλ. mixer]



