Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμίσθωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμίσθωση η [anamísθosi] Ο33 : (νομ.) ανανέωση της μίσθωσης ενός ακινήτου.

[λόγ. < ελνστ. ἀναμίσθω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμίσθωση [anamísθosi] η, (& L αναμίσθωσις) (L) law
  • new lease, renewal of a lease, reletting (syn D ξανανοίκιασμα):
    • σιωπηρή ~ (Christidis AK)

[fr kath αναμίσθωσις ← K (pap 1st, 3rd c. BC) ἀναμίσθωσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go