Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλυτικότητα [analitikótita] η, (L) ling
- etc analyticity:
- η ~ της εκθέσεως |
- η ~ της γαλλικής γλώσσας |
- το θαυμαστό για .. την ~ .. όργανο του Aριστοτέλη (Tatakis)
[fr kath αναλυτικότης, this neol (Koumanoudis), der of αναλυτικός]
- etc analyticity:



