Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναλήθεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλήθεια η [analíθia] Ο27 : (λόγ.) α. η ιδιότητα του αναληθή: Kαταγγέλλω την ~ των λεγομένων του. β. ψέμα: Είπε πολλές αναλήθειες.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αλήθεια μτφρδ. αγγλ. untruth]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλήθεια [analíθia] η, (L)
  • ① untruth, falsehood, falseness (syn ανακρίβεια, ψεύδος):
    • αποδείχτηκε η ~ των καταγγελιών του |
    • ανελεύθερα καθεστώτα χρησιμοποιούν τη δύναμη του ψεύδους με την προβολή και την εκμετάλλευση αναληθειών
  • ② insincerity (syn ανειλικρίνεια):
    • τα παιδιά μας εδώ έχουν την ~ τόσο εύκολη (Pallis)

[fr kath, cpd of pref αν- & αλήθεια or fr αναληθής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go