Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακόλουθος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακόλουθος -η -ο [anakóluθοs] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει η ασυνέπεια, του οποίου τα λόγια ή η συμπεριφορά είναι αντιφατικά: Είναι ~ προς τις αρχές του. 2α. για κτ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής συνέπειας: Ο συλλογισμός σου είναι ~ με τον προηγούμενο. β. (ως ουσ., γραμμ.) το ανακόλουθο, σχήμα λόγου στο οποίο παρουσιάζεται εκτροπή από την ομαλή σύνταξη και οι λέξεις που ακολουθούν δε βρίσκονται σε συμφωνία με τις προηγούμενες, π.χ. «Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε πολύ του κακοφάνη», αντί «Tου Διάκου…»

[λόγ. < ελνστ. ἀνακόλουθος, τό ἀνακόλουθον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακόλουθος, -η, -ο [anakóluθos] (L)
  • not agreeing w. oneself, inconsistent, inconsequent, incoherent (syn ασυνεπής, ασυνάρτητος, ξεκάρφωτος, ant συνεπής):
    • λόγος ~ incoherent speech |
    • logic ~ συλλογισμός inconsequential reasoning (syn ανακόλουθο, ξεκάρφωτος συλλογισμός) |
    • ανακόλουθες ιδέες inconsequential ideas (syn παραλογισμοί) |
    • ~ άνθρωπος person inconsistent to his principles |
    • ~ χαρακτήρας |
    • ανακόλουθη συμπεριφορά |
    • έκαμε μια πράξη ανακόλουθη |
    • έργο στριφνό, κάποτε ανακόλουθο, γεμάτο υπονοούμενα (Dimaras) |
    • η εκτέλεση του θεατρικού έργου είναι ιστορικά ανακόλουθη (Athanasiadis-N) |
    • τον Lipps τον είπαν ανακόλουθο και αντιφατικό (Papanoutsos) |
    • τα γεγονότα τον έδειξαν .. ζώντα μέσα σε μια ασύλληπτη και ανακόλουθη πραγματικότητα (Spandonidis) |
    • "συμπληρώσεις" και "βελτιώσεις" στο έργο παρουσιάζουν τον συγγραφέα ανακόλουθο, ασυνεπή στις μεθοδολογικές αρχές του (Papanoutsos) |
    • ο Xατζιδάκης στο γλωσσικό ζήτημα ήταν ~ και ασυνεπής προς τον εαυτό του για πολλούς (Tzartzanos)
  • ⓐ synt, rhet ανακόλουθο σχήμα το, figure of speech w. changed construction, anacoluthon

[fr K ἀνακόλουθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες