Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακρινόμενος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακρινόμενος [anakrinómenos] ο, also pl ανακρινόμενοι, (L)
  • the one interrogated (questioned, examined, investigated):
    • όπως κατέθεσαν αργότερα οι ανακρινόμενοι, ο K. δίστασε να επιδώσει στον πρόξενο το υπόμνημα του Pήγα (Vranousis) |
    • η ένεση επέτρεπε στον ανακριτή να διαβάσει το υποσυνείδητο του ανακρινόμενου ό,τι συνειδητά ήθελε αυτός να κρύψει (Evelpidis)

[prp of ανακρίνομαι (s. ανακρίνω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go