Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακρινόμενος [anakrinómenos] ο, also pl ανακρινόμενοι, (L)
- the one interrogated (questioned, examined, investigated):
- όπως κατέθεσαν αργότερα οι ανακρινόμενοι, ο K. δίστασε να επιδώσει στον πρόξενο το υπόμνημα του Pήγα (Vranousis) |
- η ένεση επέτρεπε στον ανακριτή να διαβάσει το υποσυνείδητο του ανακρινόμενου ό,τι συνειδητά ήθελε αυτός να κρύψει (Evelpidis)
[prp of ανακρίνομαι (s. ανακρίνω)]
- the one interrogated (questioned, examined, investigated):



