Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακούρκουδα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακούρκουδα [anakúrkuδa] & ανακούκουρδα [anakúkurδa] επίρρ. : (οικ.) με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών: Kάθισε ~.

[ίσως < ανα- ελνστ. κλωκυδά < αρχ. ὀκλαδόν]

[Λεξικό Κριαρά]
ανακούρκουδα, επίρρ.
  • Σε κάθισμα βαθύ, δηλ. πάνω στις φτέρνες με λυγισμένα γόνατα:
    • (Συναξ. γαδ. 298).

[αβέβ. ετυμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακούρκουδα [anakúrku∂a] adv (& τανακούρκουδα & ανακούκουρδα)
  • ① w. bent knees, in a squatting posture (syn με λυγισμένα γόνατα):
    • κάθομαι ~ (syn ανακουρκουδίζω 1) παίζανε καθισμένοι ~
  • ② in cross-legged sitting position (syn σταυροπόδι, L οκλαδόν):
    • poem είπε και κάθισε ~, σε λογισμούς βυθίστη (Kazantz Od 9.1011)

[fr MG ανακούρκουδα, this possibly fr *ανακώλκυδα, cpd of ανα- & κλωκυδά· το καθήσθαι επ' αμφοτέροις ποσίν Hesych.; or fr ανακούκουδα ← ανακούκουβα (both attested dialectally), the latter cpd of ανα- and κουκούβα. On the form τανακούρκουδα cf αν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go