Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατωτά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατωτά [anakatotá] επίρρ. : μόνο στην έκφραση απέξω / απ΄ έξω κι ~, για κτ. που το έχω μάθει πολύ καλά, που δεν το έχω μόνο αποστηθίσει, αλλά και το έχω κατανοήσει: Tην ιστορία την ξέρω απ΄ έξω κι ~.

[< ανακατωτ(ός) επίρρ. < ανακατώ(νω) -τός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατωτά [anakatotá] adv
  • upside-down, topsy-turvy, in disorder (syn ανάκατα, L φύρδην-μίγδην):
    • phr το ξέρω απέξω κι ~ I know it backwards, forwards and inside out |
    • ήξερε απέξω κι ~ τα μέρη, τον προϋπολογισμό, τη βιβλιοθήκη, το Δάντη |
    • σ' έμαθα πια απέξω κι ~ I already know everything about you

[der of ανακατωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες