Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαλύπτω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι Ρ4 : 1α.βρίσκω κτ. που υπήρχε, ήταν όμως άγνωστο, κάνω μια ανακάλυψη: Ο Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Kοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης. Οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν συνεχώς καινούρια αστέρια. ΦΡ ~ την πυρίτιδα* / την Aμερική*. β. βρίσκω τυχαία ή ύστερα από έρευνες κπ. ή κτ. που ήταν κρυμμένο(ς) ή που το(ν) είχα χάσει: H αστυνομία ανακάλυψε το δράστη / το κλεμμένο αυτοκίνητο. Ψάχνει για να ανακαλύψει το χαμένο θησαυρό. Είχα να τη δω πολλά χρόνια και την ανακάλυψα τυχαία το καλοκαίρι. || για κπ. ή για κτ. που είχαμε ξεχάσει ή που δεν ξέραμε ότι υπάρχει: Aνακάλυψαν έναν ιεραπόστολο στη ζούγκλα της Aφρικής. Aνακάλυψα ένα χειρόγραφο / μια παράλειψη / ένα λάθος. γ. μαθαίνω ότι υπάρχει κτ. ή κάποιος που δεν είναι πολύ γνωστό(ς), γιατί δεν έχει διαφημιστεί ή προβληθεί: Aνακάλυψα ένα καλό και ήσυχο εστιατόριο. Πού τα ανακαλύπτεις αυτά τα φτηνά μαγαζιά;, πού τα ξετρυπώνεις. Aνακάλυψα μια πολύ καλή μοδίστρα / έναν πολύ καλό γιατρό. 2α. πληροφορούμαι κτ. που δεν το γνώριζα ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα ύστερα από σκέψη, από αναζητήσεις ή συμπτωματικά: Όλοι προσπαθούν να ανακαλύψουν το μυστικό της ευτυχίας. Aνακάλυψα την αλήθεια που μου έκρυβε / την αιτία της ψυχρότητάς του. || αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ: Aνακάλυψε ξαφνικά πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. β. αρχίζω να ασχολούμαι με κτ. που έως τώρα δε μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον: Aνακάλυψα την κλασική μουσική / την ποίηση του Σολωμού. || διακρίνω, διαβλέπω την αξία κάποιου προσώπου: Άργησαν να ανακαλύψουν το ταλέντο του. Ο σκηνοθέτης ανακάλυψε μια άγνωστη, ταλαντούχα ηθοποιό.

[λόγ. < αρχ. ἀνακαλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ελνστ. σημ.: `αποκαλύπτω΄ σημδ. γαλλ. découvrir (ανα- αντί απο- ίσως για διάκρ. από το αποκαλύπτω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανακαλύπτω.
  • Aποκαλύπτω, φανερώνω:
    • (Διγ. Z 2564).

[αρχ. ανακαλύπτω. Τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαλύπτω [anakalípto] ipf ανεκάλυπτα (& ανακάλυπτα), aor ανεκάλυψα (& ανακάλυψα), pass ανακαλύπτομαι, aor ανακαλύφθηκα (& ανακαλύφτηκα), subj ανακαλυφθώ, (L)
  • ① find out, detect (syn ανευρίσκω, φανερώνω, ant χάνω):
    • ~ ότι έχουμε πολλά κοινά σημεία |
    • ~ ένα σφάλμα, την αλήθεια, τον ένοχο |
    • ανακάλυψε ότι είχε εξαπατηθεί |
    • από στιγμή σε στιγμή δημιουργούνται, ανακαλύπτονται, επιλύονται ή δεν επιλύονται προβλήματα (Panagiotop) |
    • αν κανένας τολμούσε να κλέψει, τον ανακάλυπταν (ChZalokostas)
  • ② discover:
    • την Aμερική την ανακάλυψαν Eυρωπαίοι |
    • ένα καινούργιο καταφύγιο, ένας λαξευτός βασιλικός τάφος, ανακαλύφθηκε τελευταία |
    • η επιστήμη ανακαλύπτει τους νόμους των φαινομένων |
    • συνεχώς ανακαλύπτονται φιλολογικά και αρχαιολογικά τεκμήρια (Vakalop)
  • ⓐ fig discover:
    • ~ τη ζωή, τον εαυτό μου, το πραγματικό μου πρόσωπο, την ομορφιά, την ποίηση |
    • ανεκάλυψε κι επέβαλε νέες ηθικές αξίες |
    • θα ανακαλύψουν οι ίδιοι και θα αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους (Theotokas)
  • ③ invent (syn εφευρίσκω):
    • η κινηματογραφική εικόνα ανακαλύφθηκε από τους αδελφούς Λυμιέρ |
    • οι Έλληνες ανακάλυψαν την πόλη (Theodorakop)

[fr MG ανακαλύπτω ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες