Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακάλημα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανακάλημα το.
  • Θρήνος:
    • Aνακάλημα της Kωνσταντινόπολης (Aνακάλ. τίτλ).

[<ανακαλώ + κατάλ. μα. H λ. (αν) στο Meursius (λ. εσμαν) και σήμ. κυπρ., όπου και άλλοι τ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go