Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεωρητισμός ο [anaθeoritizmós] Ο17 : (πολ.) η τάση για την αναθεώρηση φιλοσοφικών ιδεών και κυρίως των ιδεών του μαρξισμού· ρεβιζιονισμός.
[λόγ. αναθεωρητ(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. révisionnisme & ρωσ. revisionizm]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεωρητισμός [anaθeorotizmós] ο, (L)
- revisionism (syn ρεβιζιονισμός):
- ο ~ είχε συντροφική ήττα
[neol, rendering of revisionisme]
- revisionism (syn ρεβιζιονισμός):



