Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεωρημένος, -η, -ο [anaθeoriménos] (L)
- revised:
- έκδοση αυξημένη κι αναθεωρημένη |
- μια δεύτερη (τρίτη) έκδοση αναθεωρημένη |
- αναθεωρημένο βιβλίο |
- αναθεωρημένα άρθρα |
- αναθεωρημένες σελίδες |
- έχουμε το έργο τώρα στην αναθεωρημένη του μορφή (Stavrou)
- ⓐ of revised status:
- το οπλιταγωγό με υλικό ..., ειδικότητες από μεγάλες κλάσεις κι αναθεωρημένους βοηθητικούς έριξε άγκυρα έξω απ' την Hγουμενίτσα (TAthanasiadis)
[ppp of αναθεωρώ]
- revised:



