Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθεματίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναθεματίζω [anaθematízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καταριέμαι κπ. ή κτ., λέω “ανάθεμα”: Tον ~ για το κακό που μου ΄κανε. Aναθεμάτιζε τη μοίρα του / την ώρα που τη γνώρισε. || (μππ.) για κπ. ή για κτ. που μας δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις· καταραμένος2*: Πού ρεμπέλευες βρε αναθεματισμένε; Aυτά τα αναθεματισμένα τα κουνούπια δε με άφησαν να κοιμηθώ. Aυτή η αναθεματισμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. 2. (εκκλ.) αποβάλλω κπ. από την εκκλησιαστική κοινωνία, του απαγγέλλω το ανάθεμα, τον αφορίζω: Ο πατριάρχης αναγκάστηκε από τους Tούρκους να αναθεματίσει τους επαναστάτες.

[1: ελνστ. ἀναθεματίζω· 2: μσν. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αναθεματίζω· ’ναθεματίζω.
  • 1)
    • α) Kαταριέμαι:
      • αναθεμάτιζε τσ’ αγάπης την οδύνη (Eρωτόκρ. Δ´ 80
    • β) γίνομαι αίτιος της κατάρας, συντελώ ώστε να είναι κάπ. καταραμένος:
      • (Bεν. 63).
  • 2) (Εκκλ.) επιβάλλω τον αναθεματισμό:
    • με αφόρισαν και με αναθεμάτισαν και με άργησαν (Συναδ. φ. 42r).
  • 3) Aποκηρύσσω, καταδικάζω:
    • (Iστ. Bλαχ. 1867).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = καταραμένος, που αξίζει να έχει το «ανάθεμα»:
    • Ω φθόνε τρισκατάρατε, αναθεματισμένε (Σταυριν. 1095).

[μτγν. αναθεματίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθεματίζω [anaθematízo] &, ναθεματώ & αναθεματάω, mediop αναθεματίζομαι, αναθεματιέμαι, ppp αναθεματισμένος
  • ① eccl excommunicate, anathematize (syn αφορίζω):
    • ο Xριστός δεν έκρινε και δεν αναθεμάτισε την αμαρτωλή (Bastias) |
    • ο Πάπας έφτασε ως το σημείο ν' αναθεματίσει τον Φώτιο (Kanellop)
  • ② curse (syn καταριέμαι):
    • τον αναθεματίζει για την απάτη |
    • καταριόταν κι αναθεμάτιζε τους πάντες |
    • μην αναθεματίζεις τους γονιούς σου, είναι κρίμα |
    • αναθεμάτισα την ώρα και τη στιγμή που τον προσκάλεσα, που είπα ναι, που του μίλησα, που τον είδα
  • ⓐ mi αναθεματίζομαι & αναθεματιέμαι curse o.s. (syn αναθεματίζω or καταριέμαι τον εαυτό μου):
    • αναθεματίστηκα να μην το πω, να μην το κάμω κλ
  • ⓑ mi w. dir. obj. curse:
    • τον αναθεματιούνται χήρες και ορφανά (Dimitr)
  • ③ denounce, condemn (syn καταγγέλλω, καταδικάζω):
    • κανείς ας μην αναθεματίζει τη συντηρητικότητα, κανείς ας μην περιφρονεί την προοδευτικότητα (Idas) |
    • αναθεμάτιζαν άλλοτε την ψυχανάλυση σαν αίρεση, παρέκκλιση από την ορθή επιστημονική θέση (Lambridi) |
    • αυτά τα μελανά σημεία τα έχουμε συχνά αναθεματίσει (Terzakis)

[fr MG αναθεματίζω & -ώ ← K ἀναθεματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες