Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδυόμενος, -η (& L -ένη), -ο [ana∂iómenos]
- ① resurging, emerging, rising (from water):
- θεά αναδυομένη |
- η αναδυομένη Aφροδίτη του Aπελλή |
- ο μύθος της αναδυομένης Aφροδίτης |
- η Φρύνη είχε τέλειο σώμα ... και βγήκε σιγά σιγά ολόγυμνη έξω σαν αναδυομένη Aφροδίτη (ChZalokostas) |
- (στην εικονογραφία) η αναδυομένη από τη λεκάνη θεοτόκος (Pallas) |
- δυο λίμνες στολισμένες με τις θαυμάσιες αναδυόμενες φιγούρες των νερών (Vasileiadis) |
- poem βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα | κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά (Seferis)
- ② fig rising, deriving:
- η ζωή του πάλλονταν από μια πηγαία αναδυόμενη αγάπη προς τον άνθρωπο (Iakovidi) |
- η δημηγορία μοιάζει σαν μια εξομολόγηση αναδυομένη εκ βαθέων (Stasinop)
[prp of αναδύομαι]
- ① resurging, emerging, rising (from water):



