Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιπλωμένος, -η, -ο [ana∂iploménos]
- ① folded or refolded, lapped (near-syn διπλωμένος and ξαναδιπλωμένος) ; άγγελος με αναδιπλωμένα τα φτερά:
- πουλί με αναδιπλωμένες τις φτερούγες του |
- αναδιπλωμένο απόπτυγμα |
- κάθετες αναδιπλωμένες πτυχές ενός λεπτού υφάσματος (Despinis) |
- αναδιπλωμένη χλαμύδα |
- το ιμάτιο πέφτει αναδιπλωμένο από τον ώμο |
- ~ μπερντές |
- ανθέμιο με αναδιπλωμένες έλικες (Bakalakis) |
- μακριά αναδιπλωμένα φύλλα |
- κάθεται στο αναδιπλωμένο δεξί πόδι
- ② fig wrapped, closed in (syn συσπειρωμένος):
- η καταχνιά έστεκε αναδιπλωμένη πάνω από την πολιτεία (Petsalis) |
- ~ στη μοναξιά του |
- η Ήπειρος φαινόταν αναδιπλωμένη μέσα στη σιωπή της (ChZalokostas)
[ppp of αναδιπλώνω]
- ① folded or refolded, lapped (near-syn διπλωμένος and ξαναδιπλωμένος) ; άγγελος με αναδιπλωμένα τα φτερά:



