Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιπλούμενος, -η, -ο [ana∂iplúmenos] (L)
- folding, lapping:
- αναδιπλούμενο κάθισμα folding seat |
- αναδιπλούμενο δίκτυο drape net |
- τοπίο με αναδιπλούμενες πτυχές και δένδρα (Pallas) |
- ένα μακρύ αναδιπλούμενο μπουμπουνητό πέρασε αποπάνω του μουγκρίζοντας (Vasilikos)
[prp of K ἀναδιπλῶ (-όω) 'double, fold; repeat']
- folding, lapping:



