Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδιοργάνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιοργάνωση η [anaδiorγánosi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιοργανώνω, νέα διοργάνωση σε διαφορετική βάση: H εταιρεία χρειάζεται ριζική ~.

[λόγ. αναδιοργανω- (δες αναδιοργανώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιοργάνωση [ana∂iorγánosi] η, gen αναδιοργανώσεως & αναδιοργάνωσης,
  • new organization, reorganization:
    • γίνεται προσπάθεια αναδιοργανώσεως |
    • βιομηχανική, εκκλησιαστική, κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική ~ |
    • ~ του κράτους, του τόπου, της χώρας, της Eλλάδας |
    • ~ του εκπαιδευτικού συστήματος, της παιδείας, των πανεπιστημίων, της πατριαρχικής σχολής κλ |
    • ~ των δημοσίων υπηρεσιών, των θεσμών, των επιχειρήσεων, της υγειονομικής υπηρεσίας, της δημοσίας οικονομίας |
    • ~του ωδείου, του μουσείου |
    • έγινε ριζική ~

[der of αναδιοργανώνω; cf also διοργάνωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες