Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδευτήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναδευτήρι [ana∂eftíri] το,
  • stirrer (for milk or food in pot)

[der of αναδεύω; cf kath αναδευτήρ, for which cf δευτήρ 'kettle, cauldron' Demioprata in Pollux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες