Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδευτήρι [ana∂eftíri] το,
- stirrer (for milk or food in pot)
[der of αναδεύω; cf kath αναδευτήρ, for which cf δευτήρ 'kettle, cauldron' Demioprata in Pollux]



