Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδίφηση η [anaδífisi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιφώ, η έρευνα, η μελέτη επιστημονικών κυρίως πηγών: H ~ ιστορικών εγγράφων έφερε στο φως πολύτιμα στοιχεία.
[λόγ. αναδιφη- (αναδιφώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδίφηση [ana∂ífisi] η, gen αναδίφησης & αναδιφήσεως, pl αναδιφήσεις,
- searching, examining, investigation, probing or delving into (syn αναζήτηση, εξέταση, έρευνα):
- δείχνει κλίση προς την ~ |
- ~ των βιβλίων, των ευρετηρίων, των μνημείων, των αρχείων |
- ~ της λαϊκής πίστεως, των λαϊκών εθίμων, των μυστικών της φύσης |
- δημιουργικές αναδιφήσεις |
- συστηματική ~ μέσα στα περασμένα (Dimaras) |
- φιλοσοφική ~ της ουσίας της πνευματικής ελευθερίας (Tsatsos)
[neol, fr kath αναδίφησις, der of AG ἀναδιφῶ]
- searching, examining, investigation, probing or delving into (syn αναζήτηση, εξέταση, έρευνα):



