Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγραμματίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγραμματίζω [anaγramatízo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζοντας τη σειρά των γραμμάτων σε μια λέξη ή σε μια φράση, σχηματίζω καινούρια λέξη ή φράση.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγραμματίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγραμματίζω [anaγramatízo] ppp αναγραμματισμένος,
  • anagrammatize (syn κάνω αναγραμματισμό)

[fr AG ἀναγραμματίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go