Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγνωστόπουλο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωστόπουλο [anaγnostópulo] το, s. αναγνωστάκι
:
  • folks. και σεις, αναγνωστόπουλα, πέστε τα συναξάρια (Zakynthos; Theros)

[der of αναγνώστης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go