Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκασμένος, -η, -ο [anaŋgazménos]
- ① constrained, compelled, forced:
- βρισκόταν ~ να το κάμη |
- τίποτε το βίαιο ή το αναγκασμένο δεν έχει η μορφή αυτή επάνω της (Theodorakop) |
- τα όντα τα αναγκασμένα να ζουν μέσα σε όρους περιβάλλοντος πιο περίπλοκους κ' ευκολομετάβλητους (Papanoutsos) |
- οι δημοκρατικές κυβερνήσεις είναι πάντοτε αναγκασμένες στα σημαντικά θέματα να μην απομακρύνονται από τα μεγάλα ρεύματα της κοινής γνώμης (IPesmatzoglou) |
- τα καθεστώτα αυτά δεν αισθάνονται αναγκασμένα ν' αναζητήσουν θεωρητική θεμελίωση ή θετική ιδεολογική δικαιολόγηση (Peponis)
- ② being in a difficult or dangerous situation, endangered:
- χαίρομαι για κάποιο καλό που 'χω κάνει σ' ανθρώπους αναγκασμένους (Christovasilis)
[ppp of αναγκάζω]
- ① constrained, compelled, forced:



