Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγεννησιακός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγεννησιακός -ή -ό [anajenisiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aναγέννηση: Aναγεννησιακή τέχνη. Aναγεννησιακή αρχιτεκτονική.

[λόγ. Aναγέννησι(ς)3 -ακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγεννησιακός, -ή, -ό [anayenisiakós] (L)
  • of or relating to the Renaissance (s. Aναγέννηση 2 c):
    • ~ Eυρωπαίος |
    • αναγεννησιακό κίνημα, αναγεννησιακό πνεύμα |
    • η αναγεννησιακή πνοή της Iταλίας |
    • ~ παγανισμός, e.g. ένα δοκίμιο στρέφεται κατά των κοσμικών επιστημών, κατά του αναγεννησιακού παγανισμού (Kanellop) |
    • αναγεννησιακή επιστήμη, αναγεννησιακή τέχνη, αναγεννησιακό έργο, κλασικό αναγεννησιακό στυλ |
    • κλασικά, βυζαντινά και ιταλικά αναγεννησιακά στοιχεία συγχωνεύθηκαν σε μιαν ευτυχισμένη ένωση (id.) |
    • αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, e.g. η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική συνδύασε το μνημειακό και το ιδιωτικό (id.) |
    • κτίσματα αναγεννησιακού ρυθμού, αναγεννησιακοί τύποι παλατιού |
    • στη Pώμη η αναγεννησιακή μέθη εκυρίευσε και την ψυχή ορισμένων Παπών (id.)

[neol, der of αναγέννησις (s. Aναγέννηση 2 c)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go