Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναβολικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβολικός -ή -ό [anavolikós] Ε1 : που σχετίζεται και συνήθ. που ευνοεί τον αναβολισμό: Aναβολικές ουσίες / διαδικασίες. || (ως ουσ.) τα αναβολικά, χημικές ουσίες που βοηθούν τον αναβολισμό.

[λόγ. < αγγλ. anabolic (ορθογρ. δαν.) < ana- = ανα- + -bolic κατά το metabolic (δες στο μεταβολισμός) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go