Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβαλλόμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβαλλόμενος ο [anavalómenos] Ο20 : στις ΦΡ ψέλνω / ακούω τον αναβαλλόμενο, για παρατηρήσεις που γίνονται σε υπερβολικά έντονο ύφος: Ετοιμάσου ν΄ ακούσεις τον αναβαλλόμενο από το δάσκαλο· ΣYN ΦΡ ψέλνω / ακούω τον εξάψαλμο.

[από παρανόηση ή περιπαικτική ερμηνεία της μσν. εκκλ. φρ. (αρχής τροπαρίου) σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον `που φοράς…΄ (από στίχο των Ψαλμών του Δαβίδ) < αρχ. ἀναβάλλομαι `ρίχνω το μανδύα προς τα πίσω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβαλλόμενος [anavalómenos] ο, (only in acc sg)
  • heaped up reproaches and/or insults, only in phr w. ψάλλω (ψέλνω), ακούω, σέρνω:
    • του έψαλε τον αναβαλλόμενο he reproached him for a long while, told him off, Br hauled him over the coals (syn του έψαλε τον εξάψαλμο) |
    • ακούει τον αναβαλλόμενο he caught it well and truly, got told off (syn τρώει μια κατσάδα) e.g. άκουσε τον αναβαλλόμενο από τ' αφεντικό (απ' όλους), or κανένας ποιητής δεν άκουσε από τους κριτικούς του τον αναβαλλόμενο για τους στίχους του περισσότερο από τον Mολιέρο! (Melas) |
    • σήκωσες τον κόσμο στο ποδάρι ... Aκόνισες την κακογλωσσιά που σου σέρνει τον αναβαλλόμενο (Bastias)

[fr the long eccl troparion of Good Friday starting Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες