Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβάθμιση η [anaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμίζω. ANT υποβάθμιση: H ίδρυση πνευματικού κέντρου βοήθησε στην ~ της περιοχής. H ~ της παιδείας θα είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού.
[λόγ. αναβαθμι- (αναβαθμίζω) -σις > -ση]



