Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίψι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίψι το [anípsi] Ο44 : ο ανιψιός ή η ανιψιά: Έχει πολλά ανίψια. ανιψάκι το YΠΟKΟΡ: Πήγα στον αδερφό μου να δω το ~ μου. ανιψούδι το YΠΟKΟΡ.

[ανιψ(ιός) υποκορ. -ι· ανίψ(ι) -ούδι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίψι [anípsi] το, pl ανίψια (& region. ανέψι)
  • nephew or niece (syn ανιψίδι):
    • έχουν παιδιά, εγγόνια, ανίψια |
    • prov όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια nephews and nieces are more demanding or harder to please than one's own children |
    • poem πάω για κληρονομιά κι ουδενός είμαι ~ |
    • λεν για τα εγγόνια τα μικρά και για τ' ανίψια λένε, | για συγγενείς πιο μακρινούς, για φίλους κι όλο κλαίνε (Zevgoli-G)

[fr LMG ανέψι (Somavera) & ανίψι (S. Portius, 1635) ← MG ανίψιν (Choumnos)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψιά1 [anipsjá] η, region.
  • the state of being unwashed, esp the face and hands (near-syn απλυσιά, ant νίψιμο)

[fr ανιψία (so dial), this der of άνιψος (so in Kythnos) or άνιφτος or its AG form ἄνιπτος w. suff -σία; cf K νίψις and λοῦσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψιά2 [anipsjá] η, (& ανεψιά) pl ανιψιές, ανιψιάδες, ανιψάδες οι,
  • niece:
    • παρακάλεσε τον άνδρα της ανεψιάς του (Vacalop) |
    • είναι άλλοι που σκοτώνονται (make every effort) ν' αποκαταστήσουν τις ανιψάδες τους, τις κουνιάδες τους κλ (Nirvanas) |
    • οι ανιψάδες του κρυφοτηρούσανε (Prevelakis)

[fr MG ανεψιά, (Assizes) ανιψιά ← AG ἀνεψιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψίδι [anipsí∂i] το, (also ανεψίδι L Solom, Polylas, Papatsonis, Petsalis)
  • young nephew or niece (syn ανιψάκι):
    • να σου ζήσει το ~ |
    • έχασα το ~ μου που ήτανε στο Nαυτικό, αξιωματικός με το καράβι που βούλιαξε (Nakou) |
    • είχαν κι αυτοί ένα ορφανό ανεψίδι από αδερφή (Petsalis)

[fr MG ανεψίδι ← ανεψίδιν, der of ανεψιός or ανέψιν w. suff -ίδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιψιός ο [anipsxós] Ο17 θηλ. ανιψιά [anipsxá] Ο24 & ανεψιός ο [anepsxós] Ο17 θηλ. ανεψιά [anepsxá] Ο24 : ο γιος ή η κόρη του αδερφού ή της αδερφής κάποιου: Πήρα τηλέφωνο στον αδερφό μου και το σήκωσε ο ~ μου. ανιψούλης ο θηλ. ανιψούλα YΠΟKΟΡ. ανεψούλης ο θηλ. ανεψούλα YΠΟKΟΡ.

[μσν. ανιψιός, ανιψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός `(πρώτος) ξάδερφος΄, ἀνεψιά `ξαδέρφη΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] · μσν. ανεψιός, ανεψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός, ἀνεψιά· ανιψι(ός) -ούλης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσαανιψούλ(ης) -α· ανεψι(ός) -ούλης (με αποβ.)· ανεψούλ(ης) -α]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψιός [anipsjós] ο, (region. & L ανεψιός & ανιψός)
  • nephew:
    • ο ~ |
    • ο κ. Mαυρογένης, ο ανεψιός του οσποδάρου (Petsalis) |
    • folks. ο Zίτρος κάνει τη χαρά, χαρά στον ανεψιό του |
    • στον ύπνο που κοιμότανε μάνα και θυγατέρα | εβάλανε τον ανεψιό και του 'ριξε τη σφαίρα (IPetropRembetika) |
    • πάει στο σπίτι τ' ανεψιού του | κ' ευθύς πέφτει στο σοφά (Solom) |
    • θυμούμαι |..| τον άτυχον εκείνον βασιλέα, | που τον εσκότωσεν ο ανεψιός του | για κάτ' ιδανικές του υποψίες (Kavafis)

[fr MG ανεψιός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψιούλα [anipsjúla] η, (ανεψιούλα & ανιψούλα & ανεψούλα)
  • little niece:
    • κρατούσε από το χέρι την ανεψούλα του (Petsalis) |
    • αφήνει την καημένη την ανιψούλα της να κοπιάζει (Psichari) |
    • πόσο τρυφερή στην ανιψούλα της! (Palam) |
    • folks. σαν τι ανεψιούλα σ' έχω γω, που πρωτοθειά με κράζεις; (DPetrop) |
    • poem έχω στο σπίτι μια ανιψούλα, μια ορφανή (Rotas)

[der of ανεψιά / ανιψιά w. suff -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες