Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανήμπορα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήμπορα [anímbora] adv (D)
  • without strength, weakly (syn αδύναμα):
    • τι να γίνει, μου λέει σηκώνοντας ~ τα χέρια του (KPolitis) |
    • 'φιλενάδα', κάνει τέλος πικρά, και σηκώνει ~ τους ώμους του (Terzakis) |
    • poem σέρνοντας τις καρδιές μας ~, ανάμεσα στους ξένους, στα ξένα (ThFrangop)

[der of ανήμπορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go