Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανέμελος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανέμελος s. ανάμελος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέμελος -η -ο [anémelos] Ε5 : που δεν έχει, που δεν απασχολείται με φροντίδες, έγνοιες· ξέγνοιαστος: Σπατάλησε τα νιάτα του σε μια ανέμελη, μποέμικη ζωή. ~ χαρακτήρας. Aνέμελοι γλεντοκόποι. Ήμασταν ακόμα νέοι ανέμελοι κι ανυποψίαστοι για ό,τι μας επιφύλασσε η μοίρα.

[ανε- (δες α- 1) μέλ(ει) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go