Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάφλεξη η [anáfleksi] Ο33 : 1α.(λόγ.) μετάδοση της φωτιάς σε κτ.: ~ του πετρελαίου / της πυρίτιδας. ~ του εκρηκτικού μηχανισμού / της γόμωσης. Πρόωρη ~. Aυτόματη ~, απότομη ύψωση της θερμοκρασίας ενός υλικού και καύση του χωρίς πυροδότηση. || (χημ.) Σημείο αναφλέξεως, η χαμηλότερη θερμοκρασία κατά την οποία οι ατμοί ενός εύφλεκτου υγρού ανάβουν και καίγονται. β. (τεχνολ.) η φάση της λειτουργίας των βενζινοκίνητων μηχανών κατά την οποία γίνεται μετάδοση της φωτιάς στην καύσιμη ύλη: Δίδυμη / διπλή ~. Σύστημα αναφλέξεως. Ρύθμιση της ανάφλεξης. 2. (μτφ.) ιδίως για πολεμική σύγκρουση: H κρίση του πετρελαίου μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη ~. Γενική ~.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀνάφλεξις (-σις > -ση)· 1β: σημδ. γαλλ. allumage· 2: σημδ. γαλλ. conflagration]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάφλεξη [anáfleksi] η, gen αναφλέξεως (L)
- ① setting on fire, catching fire, inflaming, igniting, burst of flame:
- ~ αιθάλης της καπνοδόχου |
- η ~ της πυριτιδαποθήκης του Kαψάλη |
- ο θαλασσινός ορίζοντας θαμπώνει τα μάτια σαν ~ (Ouranis) |
- το μυθιστόρημα θα μπορούσε να γραφτεί μ' έναν τρόπο διαφορετικό, σα μια διαρκής ~, σαν ένα ηφαίστειο που ξεβράζει λάβα και φλόγες (Chatzinis)
- ⓐ techn t. ignition:
- ~ με σπινθήρα spark ignition |
- χρόνος αναφλέξεως |
- σύστημα ανάφλεξης ignition device |
- συσκευή ανάφλεξης ignition apparatus
- ⓑ chem combustion:
- θάλαμος αναφλέξεως combustion chamber |
- σημείο ανάφλεξης flash point
- ② fig exciting, excitement, incensing, inflaming, inflamation:
- αποφεύγουν κάθε μέτρο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ~ |
- ~ των παθών
- ⓒ outbreak, violent beginning (of war, revolt etc):
- υπάρχει κίνδυνος αναφλέξεως στο Aιγαίο
[fr kath ανάφλεξις ← ἀνάφλεξις (Plut.), der of K, AG ἀναφλέγω]
- ① setting on fire, catching fire, inflaming, igniting, burst of flame: