Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάτυπο το [anátipo] Ο40 : φυλλάδιο στο οποίο ανατυπώθηκε ένα κείμενο, το οποίο αρχικά είχε δημοσιευτεί μαζί με άλλα: ~ από το περιοδικό Nέα Εστία. Mου έδωσε ένα ~ της μελέτης / της δημοσίευσής του.
[λόγ. ανα- -τυπον (δες -τυπος 2) κατά το έντυπον μτφρδ. αγγλ. offprint]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάτυπο [anátipo] το, (L) typogr
- ① subsequent printing of a book already published, reprint:
- αν ο K. είχε ζήσει την Iλιάδα σαν έργο φιλολογικό θα μας έδινε τότε ένα νεκρό ~ (Chatzinis)
- ② more commonly, reprint, offprint (of a study not in book-size) (syn εξτραί)
[substantiv. n of adj *ανάτυπος]
- ① subsequent printing of a book already published, reprint:



