Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάπτυγμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάπτυγμα το [anáptiγma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του αναπτύσσω. || (μαθημ.) ~ γραμμής / επιφάνειας, ευθεία γραμμή / επίπεδη επιφάνεια ίση με το σύνολο άλλων μικρότερων. ~ συναρτήσεως. 2. (προφ.) η ανάπτυξη.

[λόγ. αναπτυκ- (αναπτύσσω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm], 1: μτφρδ. γαλλ. développement· 2: κατά το αναπτύσσομαι (δες αναπτύσσω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπτυγμα [anáptiγma] το,
  • ① development, expansion, growth
  • ⓐ math ~ καμπύλης length of a curve:
    • ~ οριζούσης expansion of a determinant |
    • ~ συναρτήσεως expansion of a function
  • ⓑ extent, length:
    • το ~ του νησιού είναι 18 μίλια κατά την ακτογραμμή (Varelas) |
    • κάνει εντύπωση η κομψή γραμμή της προκυμαίας, το διάπλατο, τοξωτό της ~ από το μόλο και πέρα (Floros, adapted) |
    • ένα προγεφύρωμα έχει ~ 100 χιλιομ. |
    • οι διαστάσεις του καθενός από τα δυο κομμάτια σε ~ είναι |
    • Σωζόμενο μήκος 0,185 μ. και 0,15 μ. Σωζόμενο ύψος 0,08 μ. (Bakalakis) |
    • το όλο μέτωπο που έπρεπε να καλυφθεί στα πλευρά της λίμνης είχε ~μεγάλο, κάπου είκοσι χιλιόμετρα (Terzakis)
  • ② development, further growth:
    • ~ των ικανοτήτων του λαού |
    • το ~ του πολιτισμού εσωτερικά μαζί και εξωτερικά (Theodorakop) |
    • η πρώτη φιλοσοφία δεν είναι συστηματικό ~κάποιας λογικής αρχής (Georgoulis) |
    • η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο, το μελέτημα, ο αφορισμός, το "σημείωμα στο περιθώριο" του Παλαμά, κοιταγμένα από ψηλότερη σκοπιά δεν είναι παρά αναπτύγματα μιας πρώτης καταβολής (Panagiotop)

[fr kath ανάπτυγμα, neol, der of αναπτύσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go