Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάπλασις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανάπλασις η.
  • Διάπλαση, διαμόρφωση:
    • την ανάπλασιν και πλάσιν του προσώπου (Bέλθ. 627).

[αρχ. ουσ. ανάπλασις. H λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go