Combined Search
| 34 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανάμα το [anáma] Ο48 : (εκκλ.) το κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, ως αίμα Xριστού.
[μσν. νάμα (στη σημερ. σημ.) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-na > enana > en-ana] < αρχ. νᾶμα `τρεχούμενο νερό΄]
- άναμα s. άναμμα.
- ανάμα [anáma] το, (& νάμα)
- ① good-quality red wine used in the Eucharist of the Orthodox Church (syn αγιονάμα):
- σε μια πετσέτα πεντακάθαρη έφερε διπλωμένη μια προσφορά και σ' ένα μαντήλι δύο μπουκαλάκια, το' να λάδι, τ' άλλο με ~ (SPanagiotop) |
- ποιος θα 'βανε στο νου του ν' ασεβήσει κοντά σε εκείνο το ζωντανό ~ (Prevalakis) |
- χύνοντας τ' ~ κάνανε κι όρκο φριχτό να μην ψεματίσουνε (Vlami) |
- poem βουλιάζει κ' η Άγια Tράπεζα και η θάλασσα τριγύρω | .. μυρόβολη και γαλανή και ~ τα νερά της (Palam)
- ② fig holy substance:
- να μεταλάβομε από το ~του αρχαίου λόγου (Theodorakop)
[fr eccl νάμα, prob. influenced in α- by the syn αϊ-νάμ ← άγιο-νάμα]
- ① good-quality red wine used in the Eucharist of the Orthodox Church (syn αγιονάμα):
- αναμαζώνω.
-
- Συγκεντρώνω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 36719).
[<πρόθ. ανά + μαζώνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Συγκεντρώνω:
- αναμαζώνω [anamazóno] (& ανεμαζώνω) ipf αναμάζωνα (& ανεμάζωνα), aor αναμάζωξα, subj αναμαζώξω (& ανεμαζώξω), pass αναμαζώνομαι, ipf 3sg αναμαζώνουντα, aor αναμαζώχτηκα, subj αναμαζωχτώ, region.
- ① gather, call up, marshal (syn μαζώνω, L συγκεντρώνω, συλλέγω, περισυλλέγω):
- ~ τα πράγματα, τα χαρτιά |
- σχεδίαζε στο νου του νέο τερτίπι .. ξεγελούσε τους Tούρκους, ανεμάζωνε τους Έλληνες, και ξανάρχιζε ο αγώνας (Kazantz) |
- poem κι όλο θ' ανεμαζώξω το λαό, να μη χαθεί στο αλέστα· | όλοι στο φως σμιχτός στρατός να βγουν, το Xάρο να παλέψουν (id. Od 16.191) |
- ανεμαζώνει τους συντρόφους του, παραγγελιές μοιράζει |
- "Σκορπίστε, αδέρφια, σεριανίστε το φουμιστό λιμάνι (ib 5.484)
- ⓐ fig w. dir obj take in, accept s.o hospitably, to house (syn περιμαζεύω):
- (τα παιδιά) στην αρχή θα τ' αναμαζώξει καμιά ψυχόπονη κ' έπειτα θα μου τα πετάξουνε στο δρόμο (Moatsou-Varnali)
- ② mi be gathered, be taken up (syn περισυλλέγομαι):
- καταχτυπούσαν οι πόρτες, πρόβαιναν οι μάνες και φώναζαν τα παιδιά τους ν' αναμαζωχτούν (Kazantz) |
- poem κι αναμαζώχτηκε ο λαός να δει το πώς ποχαιρετιούνται | και κανακίζουνται τα δυο θεριά στου μισεμού την ώρα (id. Od 8.763)
[fr MG αναμαζώνω, cpd of pref ανα- & μαζώνω]
- ① gather, call up, marshal (syn μαζώνω, L συγκεντρώνω, συλλέγω, περισυλλέγω):
- αναμαλάσσω.
-
- Aνακατώνω, κάνω μια μάζα, μαλάσσω:
- (Iερακοσ. 4954).
[αρχ. αναμαλάσσω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aνακατώνω, κάνω μια μάζα, μαλάσσω:
- αναμαλλιάζω [anamalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω εντελώς· ξεμαλλιάζω2: Bγήκε έξω αναμαλλιασμένη, με το νυχτικό. Aναμαλλιάστηκα από το δυνατό αέρα / με αναμάλλιασε ο αέρας. 2. (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι1β, χνουδιάζω: Tα μάλλινα πλεχτά αναμαλλιάζουν εύκολα.
[αναμαλλ(ιάρης) -ιάζω]
- αναμαλλιάζω [anamaljázo] (& region. ανεμαλλιάζω) ipf αναμάλλιαζα, aor αναμάλλιασα, pass αναμαλλιάζομαι, aor αναμαλλιάστηκα
- ① dishevel, tousle, rumple (ruffle) the hair of s.o.:
- ο αέρας την αναμάλλιασε |
- αναμαλλιάστηκε η μικρή και τα μάτια της γιόμισαν περισσότερη έκφραση φόβου (Plaskovitis) |
- ο απονύχτερος άνεμος έχωνε τ' άσαρκα δάκτυλά του στις κόμες των δέντρων, τ' αναμάλλιαζε (Terzakis)
- ② give off fluff or fuzz (of material), to lint:
- το ύφασμα αναμαλλιάζει (Dimitrakos) |
- poem .. προυκοκάμουσες κοπέλες στον ανθό τους | που κατεβαίνουν στο νερόμυλο, στελιώνουν τα μαντάνια | κι αναμαλλιάζουν, ψένουν τα σκουτιά και χαχαρίζει ο λόγγος (Kazantz Od 3.705)
[der of ανάμαλλος w. suff -ιάζω]
- ① dishevel, tousle, rumple (ruffle) the hair of s.o.:
- αναμαλλιάρης, επίθ.· ανιμαλλιάρης.
-
- Ξεμαλλιασμένος, με ανακατωμένα τα μαλλιά:
- (Bοσκοπ. 419).
[<πρόθ. ανά + ουσ. μαλλιά + κατάλ. ‑άρης. H λ. στο Somav. (‑λ‑) και σήμ.]
- Ξεμαλλιασμένος, με ανακατωμένα τα μαλλιά:
- αναμαλλιάρης -α -ικο [anamaláris] Ε9 : (οικ.) που έχει τα μαλλιά του ανακατωμένα, που είναι τελείως αχτένιστος· αναμαλλιασμένος: Mια γριά κουρελού κι αναμαλλιάρα. Παιδιά βρόμικα κι αναμαλλιάρικα. || (ως ουσ.).
[μσν. αναμαλλιάρης < ανα- μαλλι(ά) -άρης]



