Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάληψις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανάληψις η.
  • 1) Eπανάκτηση:
    • ανάληψιν της δυνάμεως αυτού (Iερακοσ. 4562).
  • 2) H Aνάληψη του Xριστού:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 2216).

[αρχ. ουσ. ανάληψις. H λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go