Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάλεκτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάλεκτα τα [análekta] Ο40 : συλλογή από άρθρα και μελέτες ενός ή περισσότερων συγγραφέων, επάνω σε ποικίλα θέματα, που εκδίδονται σε έναν τόμο: Φιλολογικά / νεοελληνικά ~.

[λόγ. < νλατ. analecta (στη νέα σημ. ουδ. πληθ.) < αρχ. ἀνάλεκτος `διαλεχτός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάλεκτα [análekta] τα, only pl
  • miscellaneous writings, miscellanies, analects, (syn ανάμικτα, σύμμικτα)

[substantiv. n of ανάλεκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go