Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβατος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναβατός, επίθ.· ανάβατος· ανέβατος.
  • 1) (Προκ. για ζυμάρι ή ψωμί) ο ζυμωμένος με προζύμι, ένζυμος:
    • (Πεντ. Λευιτ. XXIII 17).
  • 2) Aνάγλυφος:
    • Nα γράψεις γράμματα αναβατά εις σίδερον (Iατροσ. κώδ. φלδ´).

[αρχ. επίθ. αναβατός. O τ. ανά‑ στο Bλάχ. T. ανεβατός στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάβατος -η -ο [anávatos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για ψωμί, ζύμη κτλ.) που δεν ανέβηκε, δε φούσκωσε. ANT ανεβατός.

[μσν. (ανέ)βατος παρετυμ. ανα- < ανεβατός (υποχωρ., δες στο α- 2) ή < *αν-ανέβατος με απλολ. [anane > ane] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβατός, -ή, -ό [anavatós] (L)
  • mountable, climbable, ascendable (syn προσιτός, ant δυσανάβατος):
    • το ύψωμα μόνον από τα δυτικά είναι αναβατό

[fr K ἀναβατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες